- αἰδοῦμαι
- αἰδέομαιto be ashamedpres ind mp 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αιδούμαι — αἰδοῡμαι ( έομαι) (Α) μτγν. και αἰδῶ, έω Ι. (ως ενεργητικό) προκαλώ τον σεβασμό κάποιου, εμπνέω σεβασμό ΙΙ. (ως αποθετικό) αιδούμαι 1. αισχύνομαι, ντρέπομαι 2. (με ηθ. σημ.) φοβάμαι, σέβομαι 3. σέβομαι τη δυστυχία τού άλλου, συμπονώ, συμμερίζομαι … Dictionary of Greek
αίδεσις — αἴδεσις η (Α) [αἰδοῡμαι] 1. στάση σεβασμού 2. συγχώρεση, συγγνώμη … Dictionary of Greek
αίδομαι — αἴδομαι (Α) ποιητικός τύπος τού αἰδοῡμαι*, αλλά πολύ αρχαιότερός του. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Η λ. αποτελεί πιθ. παρεκτεταμένη μορφή τής ΙΕ ρίζας *ais «σέβομαι, τιμώ, λατρεύω» (πρβλ. γερμ. Εhre «τιμή» < αρχ. άνω γερμ. era). Η οδοντική… … Dictionary of Greek
αιδέσιμος — Ο σεβάσμιος, ο έντιμος, ο σεμνός. 0 Παυσανίας (Λακων. 5,6) αποκαλεί το ιερό της Αθηνάς Αλέας στην Τεγέα Πελοποννησέοις πάσιν αιδέσιμον. Το επίθετο α. χρησιμοποιείται επίσης και για ανθρώπους προχωρημένης ηλικίας ή κατόχους υψηλού αξιώματος «ήγετο … Dictionary of Greek
αιδήμων — αἰδήμων ( ονος), ον (Α) σεμνός, ντροπαλός, συνεσταλμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰδοῦμαι. ΠΑΡ. αἰδημοσύνη, μσν. αἰδημονικός] … Dictionary of Greek
αιδήφρων — αἰδήφρων ( ονος), ο (Α) κατά τον Ησύχιο, «αισχυντηρός». [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰδοῦμαι + φρων < φρήν] … Dictionary of Greek
αιδεστός — αἰδεστός, ή, όν (Α) σεβαστός, αξιοσέβαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰδοῦμαι. ΠΑΡ. μσν. αἰδεστικός] … Dictionary of Greek
αιδώ — (I) αἰδώ, η (Α) η αιδώς*. (II) αἰδῶ, ( έω) (Α) βλ. αιδούμαι … Dictionary of Greek
επαιδούμαι — ἐπαιδοῡμαι, έομαι (Α) 1. ντρέπομαι 2. απόλ. αισθάνομαι τύψεις, μετανοώ 3. (με αιτ.) σέβομαι, φοβάμαι κάποιον («μηδὲ τὸν βιοδότην θεὸν ἐπαιδεσθείς», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αιδούμαι «ντρέπομαι»] … Dictionary of Greek
καταιδούμαι — καταιδοῡμαι, έομαι (Α) 1. (για όποιον εκτιμώ και σέβομαι για την ηλικία ή την αρετή του) ντρέπομαι πάρα πολύ, φοβάμαι 2. ενεργ. καταιδῶ καταισχύνω, ντροπιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αἰδοῦμαι «σέβομαι, ντρέπομαι» (< αἰδώς)] … Dictionary of Greek